αυτοτελής

αυτοτελής
-ές (AM αὐτοτελής, -ές)
1. τέλειος, πλήρης αφεαυτού, αυτάρκης
2. ανεξάρτητος, αυθύπαρκτος
αρχ.
1. απόλυτος, αυτοδύναμος
2. αυτός που επαρκεί στον εαυτό του, επαρκής, αυτοσυντήρητος
3. αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, που καθορίζει μόνος τις υποχρεώσεις του
4. ανέκκλητος, τελεσίδικος
5. αυτός που έχει την ικανότητα ή την απόλυτη εξουσία να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -τελής < τέλος (πρβλ. ατελής, ευτελής, ισοτελής, υποτελής κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αὐτοτελής — ending in itself masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοτελής, -ής — ές γεν. ούς, ή, πληθ. ουδ. ή, αυθύπαρκτος, ανεξάρτητος. Ουσ. αυτοτέλεια, η ανεξαρτησία: Είχε πια αυτοτέλεια και μπορούσε να κανονίζει ο ίδιος τη ζωή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτοτελῆ — αὐτοτελής ending in itself neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐτοτελής ending in itself masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐτοτελής ending in itself masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοτελεῖ — αὐτοτελής ending in itself masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) αὐτοτελής ending in itself masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοτελεῖς — αὐτοτελής ending in itself masc/fem acc pl αὐτοτελής ending in itself masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοτελέα — αὐτοτελής ending in itself neut nom/voc/acc pl (epic ionic) αὐτοτελής ending in itself masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοτελές — αὐτοτελής ending in itself masc/fem voc sg αὐτοτελής ending in itself neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπορικό δίκαιο — Αυτοτελής κλάδος του ιδιωτικού δικαίου, που καθορίζει τις νομικές αρχές και τις σχέσεις που διέπουν το εμπόριο. Διαιρείται σε πολλούς κλάδους (π.χ. δίκαιο των εταιρειών, δίκαιο των αξιογράφων, δίκαιο της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, ναυτικό δίκαιο κ …   Dictionary of Greek

  • εργολαβία ή σύμβαση μίσθωσης έργου — Αυτοτελής υποσχετική σύμβαση, με την οποία ένα πρόσωπο (ο εργολάβος) αναλαμβάνει την κατασκευή ενός έργου, δηλαδή την παραγωγή ή την τροποποίηση (με τη χρησιμοποίηση μέσων) ενός υλικού αντικειμένου, για λογαριασμό ενός άλλου (του εργοδότη), ο… …   Dictionary of Greek

  • αὐτοτελοῦς — αὐτοτελής ending in itself masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”